- τριακοστόδυον
- τριακοστόδυοςthirty-secondmasc/fem acc sgτριακοστόδυοςthirty-secondneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τριακοστόδυος — ον, ουδ. πιθ. γρφ. και τριακοστόδιν, Α 1. ο τριακοστός δεύτερος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τριακοστόδυον το ένα τριακοστό δεύτερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριακοστός + δύο] … Dictionary of Greek